18.10.20

Στο βουνό της Γκαμαγιούν

Για να ταιριάζει με το πίνακα που ζωγράφισα, διασκεύασα ένα ρωσικό λαϊκό παραμύθι. Το πρωτότυπο παραμύθι λέγεται "The tsarevna frog"


Στο βουνό της Γκαμαγιούν  (Διασκευή ενός λαϊκού ρωσικού παραμυθιού)

Ήταν ένας βασιλιάς στο βουνό της Γκαμαγιούν, που ο Θεός του είχε δώσει τρεις γιους. Οι πρίγκηπες ήταν θαρραλέοι, όμορφοι και της παντρειάς. Μια μέρα λοιπόν λέει ο βασιλιάς στους γιους του: «Θα ρίξετε το τόξο σας και σε όποια αυλή πέσει, εκεί θα βρείτε τη γυναίκα που θα παντρευτείτε.»

Ο μεγάλος πρίγκηπας έριξε ευθύς το βέλος του και εκείνο προσγειώθηκε μπροστά στο πιο αριστοκρατικό σπίτι του βασιλείου. Η κόρη του σπιτιού ήταν πανέμορφη. Ο πρίγκηπας την αγάπησε αμέσως.

Ο μεσαίος πρίγκηπας έστειλε το βέλος του στην αυλή ενός πολύ πλούσιου έμπορα. Η κόρη του ήταν ξακουστή για την ομορφιά της.

Ο μικρότερος πρίγκηπας, ο τολμηρός Βασίλι, σκόνταψε καθώς έριχνε το τόξο και εκείνο προσγειώθηκε στη μέση ενός δάσους. Όταν ο πρίγκηπας πήγε να το μαζέψει, είδε έναν χαμαιλέοντα να τον κοιτά έχοντας το τόξο στο στόμα του. «Να πάρει η ευχή!», γκρίνιαξε ο πρίγκηπας «Τον χαμαιλέοντα θα παντρευτώ;» Ξάφνου είδε πάνω στο δέντρο ένα πουλί  με πολύχρωμα φτερά και κεφάλι γυναικείο. Δεν τρόμαξε, είχε ακούσει για την Γκαμαγιούν, το πουλί της σοφίας που ζούσε στα δάση του. Η νεράιδα του είπε «Πάρε τον χαμαιλέοντα για γυναίκα σου και δεν θα μετανιώσεις» Ο χαμαιλέοντας αποκρίθηκε κι αυτός με γλυκιά γυναικεία φωνή «Δέχομαι, πρίγκιπα Βασίλι να σε παντρευτώ». Τι να κάνει ο πρίγκηπας, έβαλε την αρραβωνιάστικιά του στην τσάντα του και κίνησε για το παλάτι του. Την άλλη μέρα έγινε ο γάμος.

Ο βασιλιάς ήταν πολύ ευχαριστημένος που οι γιοί του είχαν βρει νύφες, ωστόσο ήθελε να τις περάσει από μερικές δοκιμασίες. Έτσι, κάλεσε τους γιους του και τους είπε: «Πείτε στις γυναίκες σας να ψήσουν ένα καρβέλι άσπρο ψωμί και φέρτε το πρωί να τα δοκιμάσω» .

Ο νεαρός πρίγκηπας γύρισε με τα μούτρα στο πάτωμα. Η γυναίκα του, το χαμαιλέων τον κοίταξε από το κλαδί που καθόταν. «Αγαπημένε μου, Βασίλι, τι σού συμβαίνει και είσαι τόσο λυπημένος;». «Χαθήκαμε, Βασιλίτσα», αυτό το όνομα της είχε δώσει «ο πατέρας μου θέλει να ψήσεις ένα καρβέλι άσπρο ψωμί, να του το πάω.» Η Βασιλίτσα άλλαξε μερικά χρώματα και του είπε: «Μην ανησηχείς, Βασίλι, πήγαινε για ύπνο και το πρωί θα δεις.».

Μόλις ο Βασίλι αποκοιμήθηκε, η Βασιλίτσα έβγαλε το δέρμα του χαμαιλέοντα και μεταμορφώθηκε σε ένα μελαχρινό κορίτσι, που όμοια ομορφιά του δεν έχεις ξαναδεί. Η φωνή της ακούστηκε σαν τραγούδι: «Νεράιδα Γκαμαγιούν και καλοί μου υπηρέτες, ελάτε τώρα στη στιγμή, να φτιάξουμε ένα καρβέλι κάτασπρο ψωμί, για τον βασιλιά πεθερό μου, να φάει το πρωί.»

Ο πρίγκηπας ξύπνησε τα χαράματα, πριν το τραγούδι του κόκορα. Η μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού του γαργαλούσε τη μύτη. «Δεν μπορεί!», σκέφτηκε, μα σαν πήγε στο τραπέζι, έτριβε τα μάτια του. Στη μέση του τραπεζιού, τυλιγμένο σε μία χρωματιστή πετσέτα, ήταν θρονιασμένο ένα μεγάλο καρβέλι ψωμί, στολισμένο με περίτεχνα σχέδια, που παρίσταναν δράκους και πουλιά. Δίπλα στο ψωμί καθόταν η Βασιλίτσα, ο χαμαιλέοντας.

Ο βασιλιάς ικανοποιήθηκε πολύ, ευχαρίστησε τους νεαρούς πρίγκηπες, όμως τους ανακοίνωσε μία δεύτερη αποστολή: «Θέλω οι γυναίκες σας να υφάνουν ένα κιλίμι και να μου το φέρετε.»

Πάλι ο Βασίλι γύρισε λυπημένος στο παλάτι του, όμως η Βασιλίτσα τον καθησύχασε πάλι και όταν αποκοιμήθηκε ο πρίγκηπας, εκείνη μεταμορφώθηκε και πάλι σε κορίτσι και τραγούδισε: «Νεράιδα Γκαμαγιούν και καλοί μου υπηρέτες, ελάτε τώρα στη στιγμή, να φτιάξουμε ένα κιλίμι, για τον βασιλιά πεθερό μου, να απλώσει τα πόδια του το πρωί.». Δεν το πίστευε το πρωί ο πρίγκηπας, όταν είδε το χαλάκι με τα πολύχρωμα σχέδια, όπου τα ασημένια και χρυσά νήματα λαμπύριζαν στον ήλιο.

Ο βασιλιάς ικανοποιήθηκε τόσο πολύ με τις επιλογές των γιων του, που ζήτησε να του τις παρουσιάσουν: «Αύριο το βράδυ θα έρθετε στον χορό του παλατιού, με τις γυναίκες σας, για να τις δει όλο το βασίλειο.»

Όταν το είπε στη Βασιλίτσα, εκείνη του αποκρίθηκε: «Πήγαινε εσύ πρίγκηπά μου, αγαπημένε, μόνος σου και θα ακολουθήσω εγώ. Όταν ακούσεις έναν μεγάλο θόρυβο, μην τρομάξεις, θα είμαι εγώ.».

Πράγματι, πήγε μόνος στον χορό. Τα αδέλφια του δεν έχασαν την ευκαιρία να τον περιγελάσουν: «Τι έγινε; Πού είναι η γυναίκα σου; Μήπως την άφησες πάνω σε κανένα δέντρο;»

Ξαφνικά σείστηκε ο τόπος και ακούστηκε μια μεγάλη βοή. Όλοι γύρισαν το βλέμμα προς την μεγάλη πύλη, απ’ όπου εμφανίστηκε η Βασιλίτσα, πανέμορφη σαν νεράιδα, φορώντας φόρεμα στο χρώμα του σμαραγδιού και στο κεφάλι ένα κατακόκκινο μεταξωτό μαντήλι, που την έκανε να λάμπει ακόμα περισσότερο. Ο Βασίλι δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της και όταν εκείνη σηκώθηκε να χορέψει, εκείνος πήρε το άλογό του και επέστρεψε στο μικρό παλάτι του. Έψαξε και βρήκε το δέρμα του χαμαιλέοντα και το πέταξε μέσα στο τζάκι. Αυτό, αμέσως έσκασε με θόρυβο μεγάλο και από το παράθυρο ακούστηκε η φωνή της Γκαμαγιούν: «Μπράβο, πρίγκηπα, κατάφερες και έλυσες τα μάγια που έκανε ο κακός μάγος Καμρόν όταν γεννήθηκε η Βασιλίτσα. Με την αγάπη σου και την εξυπνάδα σου, κατάφερες να διώξεις την κατάρα»

Ο πρίγκηπας γύρισε στο παλάτι, πήρε τη γυναίκα του και έζησαν αγαπημένοι για πολλά πολλά χρόνια, εκεί ψηλά στο βουνό της Γκαμαγιούν, στο όμορφο παλάτι τους.

No comments:

Post a Comment

Jewellry

Crafts for kids

What are we eating today?